MONASTY HOTEL, THESSALONIKI: Έμπνευση από τη βυζαντινή κληρονομιά της πόλης

Interior Design: Not a Number Architects
Φωτογραφία: Γιώργος Κορδάκης, Χρήστος Δράζος

«Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη το ’45, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος – είπα από μέσα μου: “Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να περιέχει αυτή η πόλη για να ‘χει τόσες εκκλησίες”». Η πρώτη αυτή εντύπωση του Μάνου Χατζιδάκι για την Θεσσαλονίκη, ο οποίος έμελλε να γίνει “φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της”, ήταν μια από τις βασικές αναφορές μας για να δομήσουμε μια μοναδική χωρική αφήγηση και εμπειρία για τον επισκέπτη στον εσωτερικό του ξενοδοχείου MonAsty. Όπως για κάθε Autograph Collection ανά την υφήλιο, έτσι και για το πρώτο ξενοδοχείο πέντε αστέρων στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, η Marriott International αναζήτησε ένα σχεδιαστικό concept και μία ταυτότητα, που να συνδυάζει την εντοπιότητα της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης με το πολυτελές brand.

Ο σχεδιασμός των εσωτερικών χώρων του MonAsty αντλεί έμπνευση από τη βυζαντινή κληρονομιά της πόλης, που παραμένει εμφανής κυρίως στους ναούς της και εκφράζεται μέσα από την υλικότητά τους, όπως η ιδιαίτερη χρήση πέτρας, τούβλου, ξύλου και μαρμάρου καθώς και μέσα από μια πνευματικότητα στην ατμόσφαιρα, που πηγάζει από τη λιτή και αυστηρή χρήση του φωτός και των χρωμάτων. Αφορμή για τη βυζαντινή, μοναστηριακή προσέγγιση στον εσωτερικό σχεδιασμό του ξενοδοχείου των 100 δωματίων, στάθηκε και το γεγονός ότι γειτνιάζει με το μοναδικό ενεργό μοναστήρι στο κέντρο της πόλης, αυτό της Αγίας Θεοδώρας, το οποίο πήρε την θέση ενός βυζαντινού μοναστηριού, που κάηκε στην μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Η χωρική αφήγηση των κοινόχρηστων χώρων και των δωματίων συνδέουν τη μοναστηριακή ατμόσφαιρα με τη σύγχρονη λειτουργία ενός ξενοδοχείου, δημιουργώντας ένα “καταφύγιο” μέσα στην πολύβουη πόλη, που απευθύνεται τόσο στους επισκέπτες, όσο και στους κατοίκους της πόλης.

Ο ατμοσφαιρικός φωτισμός στο χώρο της υποδοχής και η σύμμειξη των τριών βασικών υλικών σχεδιασμού, δηλαδή το ξύλο, το τούβλο και η πέτρα, δημιουργούν μία υποβλητική ατμόσφαιρα. Το έπιπλο της reception ξεχωρίζει με την έντονη μαύρη μαρμάρινη υλικότητά του, που διαφοροποιείται από το μονοχρωματικό τούβλινο φόντο, που τρέχει σε δάπεδο και τοίχο, προσδίδοντας μία ανάταση στο χώρο. Ταυτόχρονα, μικρές λεπτομέρειες σε σχήμα καμάρας, όπως το φωτιστικό και η βιβλιοθήκη που ακολουθεί την καμπύλη της οροφής, συμπληρώνουν τις αναφορές στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική.

Στην κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου ξεχωρίζει η βυζαντινή πλέξη του πέτρινου δαπέδου, η οποία ενοποιεί το μέσα με το έξω, κάνοντας το χώρο του μπαρ να θυμίζει στοά. Την ενοποίηση αυτή ενισχύει η ξύλινη οροφή, που ορίζει την είσοδο του Bar και επεκτείνεται έως έξω στον πίσω κήπο, προσδίδοντας μία συνέχεια και μία κατεύθυνση στο βλέμμα και στο χώρο.

Η συμμετρία στη διάρθρωση της κάτοψης είναι εμφανής, με επίκεντρο το αξονικά τοποθετημένο μπαρ με τους μεγαλοπρεπείς επιχρυσωμένους πολυελαίους, οι οποίοι την νύχτα είναι ορατοί από τον δρόμο. Εκατέρωθεν του μπαρ βρίσκεται ο χώρος του καθιστικού και του μπουφέ. Η κατά μήκος διαφοροποίηση στο ύψος της οροφής και το παιχνίδι με καθαρές γεωμετρικές φόρμες, όπως αυτές του τεταρτοκύκλιου και της καμάρας, διαχωρίζει νοητά τους χώρους και συνεισφέρει στην τοποθέτηση των απαραίτητων μηχανολογικών στοιχείων, που απαιτούνται για τη λειτουργία του ξενοδοχείου. Ταυτόχρονα, χειρονομίες με αναφορές στην μοναστηριακή αρχιτεκτονική, όπως κόγχες που φέρουν καθίσματα και υλικότητες που εξυμνούν την τέχνη του χειροποίητου (όπως δέρμα, πλεκτή ψάθα, τούβλο, ξύλο και επαλειφόμενα κονιάματα), συμπληρώνουν την σύνθεση.

Ειδικά επιμελημένα έργα τέχνης του καλλιτέχνη Φίκου, αφηγούνται την ιστορία της βυζαντινής Θεσσαλονίκης και το δρόμο του μεταξιού.Στο χώρο του μπουφέ δύο μακρόστενα μοναστηριακά τραπέζια κάτω από μία θολωτή οροφή σχεδιάστηκαν ώστε να δημιουργούν μία μυστικιστική ατμόσφαιρα την οποία εντείνουν τα φώτα, που παραπέμπουν σε άτακτα διατεταγμένα κεριά.

Η διάρθρωση της κάτοψης δημιουργεί μία κυκλική κίνηση γύρω από το χώρο του πρωινού αποκομμένη από τα υπόλοιπα τραπέζια για την πιο εύρυθμη λειτουργεία του χώρου. Αυτή η «multisensory» σχεδιαστική πορεία ολοκληρώνεται στον κήπο, όπου ένας συνδυασμός φύτευσης και υδάτινου στοιχείου απομονώνει τον επισκέπτη από τον θόρυβο της πόλης, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα περισυλλογής και χαλάρωσης.

Βασικά χαρακτηριστικά στο σχεδιασμό του εστιατορίου Botargo είναι ο τοίχος με το διπλό ύψος και οι άτακτα τοποθετημένες εσοχές του, που είναι εμπνευσμένος από το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, οι ξύλινες επενδύσεις σε οροφή και τοίχους και ο συνδυασμός τους με υφάσματα σε θερμούς τόνους του ροζ και της terracotta.

Η χωρική διαρρύθμιση του εστιατορίου είναι έντονα γραμμική και οργανώνεται γύρω από ένα πολύ μακρύ μοναστηριακό τραπέζι παράλληλα τοποθετημένο με ένα ενιαίο banquette seating. Στον πρώτο όροφο βρίσκονται το γυμναστήριο, οι χώροι συνεδριάσεων, τα κοινόχρηστα WC, και οι χώροι πολλαπλών χρήσεων, που εξυπηρετούν συναντήσεις και private dining. Οι σχεδιαστικές αρχές, όμοιες με αυτές των υπόλοιπων κοινόχρηστων χώρων, επικεντρώνονται στην ανάδειξη της γεωμετρίας και των υλικών του κάθε χώρου, δίνοντας και πάλι έμφαση στο συνδυασμό σύγχρονων στοιχείων με μοναστηριακές αναφορές. Ο ανοιχτός διάλογος του MonAsty με την ιστορία της πόλης και τις μοναστηριακές επιρροές ολοκληρώνεται στους ιδιωτικούς χώρους των δωματίων με γήινους, μονοχρωματικούς τόνους, ειδικά σχεδιασμένα έπιπλα, πινελιές αυτοκρατορικού πράσινου στις σουίτες και ξύλινες λεπτομέρειες.

Άρθρο από το τεύχος Hotel Design Φθινόπωρο / Χειμώνας 2024-2025, No35.
Πατήστε εδώ για να το διαβάσετε δωρεάν:
https://www.hoteldesign.gr/hotel-design-trends/hotel-design-magazine-and-guide-autumn-winter-2024-2025/